- κανονιστικός
- -ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κανονιστός < κανονίζω].
Dictionary of Greek. 2013.